- προσοδάρχων
- προσοδ-άρχων, οντος, ὁ,A treasurer of a religious association, Ath.Mitt.6.42 ([place name] Cyzicus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσοδάρχων — οντος, ὁ, Α διαχειριστής τής περιουσίας θρησκευτικού σωματείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσοδος + ἄρχων] … Dictionary of Greek